- μετεξέταση
- ηη εκ νέου εξέταση μετά την πάροδο χρονικού διαστήματος, επανεξέταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + εξέταση. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Ιω. Αργυριάδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετεξέταση — η η επανάληψη εξέτασης ύστερα από ένα χρονικό διάστημα, η επανεξέταση: Οι καθηγητές του τον παράπεμψαν για μετεξέταση το φθινόπωρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek